χειροπόδης

χειροπόδης
χειρο-πόδης, ου, ,
A with chapped feet, Alc.37 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειροπόδης — ὁ, Α βλ. χιροπόδης …   Dictionary of Greek

  • χειροπόδην — χειροπόδης with chapped feet masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιροπόδης — και χειροπόδης, ὁ, Α αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με πολλά σκασίματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πόδης (< πούς, ποδός)], πρβλ. ξυλο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • χιρόπους — και χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, Α χειροπόδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἐλαφό πους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”